πανδήμιος

πανδήμιος
παν - δήμιος: belonging to all the people (the town), public, common, Od. 18.1†.

A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • πανδήμιος — of masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πανδήμιος — και δωρ. τ. πανδάμιος, ον, Α [πάνδημος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε ολόκληρο τον λαό, κοινός, δημόσιος 2. αυτός που γίνεται με τη συμμετοχή ολόκληρου τού λαού, παλλαϊκός 3. φρ. α) «πανδήμιος πόλις» η πόλη με όλους τους κατοίκους της β)… …   Dictionary of Greek

  • πανδήμιον — πανδήμιος of masc/fem acc sg πανδήμιος of neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πανδήμιοι — πανδήμιος of masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”